χαϊβάνι

χαϊβάνι
το, Ν
1. κατοικίδιο ζώο, ιδίως το βόδι και η αγελάδα («τά πότισες τα χαϊβάνια;»)
2. μτφ. α) βλάκας, κουτός
β) μωρό, νεογνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hayvan «ζώο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαϊβάνι — το (λ. τουρκ.), άνθρωπος χαζός, καθόλου έξυπνος, βλάκας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαϊβανάκι — το, Ν υποκορ. (ιδίως θωπευτ.) μικρό μωρό, αθώο πλάσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαϊβάνι + υποκορ. κατάλ. άκι*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”